|
ο экзаменатор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово экзаменатор? — εξεταστής как с (ново)греческого переводится слово εξεταστής? — экзаменатор — δανειολήπτρια — εφημεριδούλα — προέλληνας — χαρτοπαίκτρια — επίκαυμα — γαλλόνι — γρανίτης — υπέρψυξις — στρατολογικός — ακαταλάλητος — αδαμαντωρυχείο — συστεγάζομαι — νυμφοστολίζω — χριστουγεννιάτικος — ασκητής — μύση — οινοπνευματώδης — γίδινος — φαλαινίτσα — προσημείωση — κλεισούρα |
|||