|
το подливка (из масла с уксусом) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подливка? — λαδόξιδο как с (ново)греческого переводится слово λαδόξιδο? — подливка — θεόκλειστος — ωρίμασμα — κατάμεσα — παρατηρώ — ευαισθησία — ζητωκραυγή — γυναικούλιας — στουπιάζω — ελυμα — απροσχεδίαστος — καταπιεστικός — απλωτός — ηδονόπληκτος — πρωτοφτάνω — κολλώδιο — περιμαζεύομαι — κρουνιά — αντίτυπο — σαμπούνα — πλακί — σεληνογραφικός |
|||