|
Проснувшийся, бодрствующий #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ξαγρυπνισμένος? — — ανδρογένεια — ραντιστήρι — ελεγκτικός — κλύση — ύμνηση — φυλλάδα — βρακοφόρος — ακινητοποίηση — ορθρινός — δαιμονίζομαι — κεράτια — πουτάνα — επανεμφανίζομαι — σκώρος — φαληρικός — κατανίκηση — τραγιάσκα — συμπηγνύω — χαμπέρι — μπάμπω — αυτοσαρκασμός |
|||