|
το 1) мокрота; 2) плевок; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мокрота? — φλέμα как на (ново)греческом будет слово плевок? — φλέμα как с (ново)греческого переводится слово φλέμα? — мокрота, плевок — ευρέτης — σεχταρίστρια — υποχωρητικότητα — κομμουνίζω — καλοχτίζω — πάν — σιγώ — κλιμακτήρας — βοτανιάζω — φλογερός — κοπρανολογία — σεμινάριο — νομοθέτης — νεροκολόκυθο — αναδύω — παραμυθατζής — νεσεσσαέρ — δημιουργικά — δασεία — σκάσίλα — προσήλιος |
|||