Новогреческий словарь
ευκίνητο
ευκίνητο
το
подвижность, мобильность
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
подвижность
? —
ευκίνητο
как на
(ново)греческом
будет слово
мобильность
? —
ευκίνητο
как с
(ново)греческого
переводится слово
ευκίνητο
? — подвижность, мобильность
#
(ново)греческий словарь
—
οριζοντιώνομαι
—
δινώ
—
ανθολογία
—
εκδοχεύς
—
αφωνητί
—
αναδάσωση
—
τυφλωμένος
—
καταπραϋντικός
—
βρακοπόδι
—
πνευματοκτός
—
αμφορίσκος
—
καρπεύω
—
πυξαριά
—
ένθεσις
—
φαλλίρω
—
βελονιάζω
—
ιδιαίτερος
—
βυρσοδεψεία
—
κουβαριάζω
—
εκτυλίσσω
—
αποστοματικού
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,