|
щедрый; расточительный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово щедрый? — ανοιχτοχέρης как на (ново)греческом будет слово расточительный? — ανοιχτοχέρης как с (ново)греческого переводится слово ανοιχτοχέρης? — щедрый, расточительный — τουρκοσπορίτης — εύελπις — λενινιστικός — μετάπλασμα — λιμενάρχης — καλοχέρης — σακουλές — μαλόκεδρο — ορνιθολόγος — χάλκωμα — απροσέγγιστος — διείρω — γεώμορο — ψαλιδωτός — συκολόγος — έμπυος — σκληροκαρδος — βίγλα — μερεμέτισμα — θορυβημένος — βόλαγμα |
|||