|
неразумно тратить, транжирить (деньги) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неразумно тратить? — κακοξοδεύω как на (ново)греческом будет слово транжирить? — κακοξοδεύω как с (ново)греческого переводится слово κακοξοδεύω? — неразумно тратить, транжирить — σανιδένιος — ανοίγω — λούπινος — ελμινθοειδής — συστάδην — έπαρση — αποπληξία — μικροαστισμός — απρόφθαστος — τηλεπαθητικός — αλληλεπιδραστικός — ξιφολόγχη — πρακτικογράφος — ζαβομάρα — τυπάς — οργανογραφικός — ανεξεταστέος — μονόχνοτος — ντούγα — αστροφωτομετρία — σκηνογραφικός |
|||