|
η тенистость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тенистость? — σκιερότητα как с (ново)греческого переводится слово σκιερότητα? — тенистость — απάτη — σάλιαγκος — νύχτιος — ωϊμέ — υποστηριχτής — μονοπρόσωπος — ανύσταχτος — αποσάριδο — ανοσφρησία — σποράδην — μασχαλιαίος — πταισματοδικείο — αποσάφηση — τηλεφωνείο — κλωστοϋφαντουργικός — εμπτύω — εμπυάζω — ανέπαφος — ζεύγλη — πελαγήσιος — κωλυόμενος |
|||