|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καρεκλοθήρας? — — ταυρί — αμπορμπέριστος — συμπτωματολογικός — χάχανο — ταβανώνω — καθαριστήριο — νταβανοσάνιδο — μεγαλόδωρος — καρδιοαγγειακός — αβωλοκόκοπος — κουτρουβάλημα — ανασυντάσσω — προδότρα — χαρωπός — τιάρα — περιφραγμένος — εξέλκωση — πολύγνωρος — αναδημοσιεύομαι — καρέλι — βλάχικα |
|||