εκσπερματώνω

формы словаβ
εκσπερματώνω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово εκσπερματώνω? —


επιρρέωξεσπώαποφέρωαριστερόθενμονόφυλλοςληρολογίαμηλοπεπόνιβλαχαντερόμεταμορφώνομαιεμπότισηθεονήστικοςαποτελειωμένοςώνλαχίδαχοιρομέριλαγώςιδιόχειροςκάτωεξαγκυρίζωπατητήτάχα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit