|
η 1) капля; 2) капанье #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово капля? — σταλαξιά как на (ново)греческом будет слово капанье? — σταλαξιά как с (ново)греческого переводится слово σταλαξιά? — капля, капанье — καζαντζής — εγκαθιστώμαι — γλυκόγελο — παρασημοφορημένος — κρυσταλλωτικός — μπασίδι — δια- — αμέλγω — στενοχωρέω — ρέπια — πυελίς — φιδογλωσσού — μικροβιόμετρο — ξεροβράχια — φελλώδης — πλιατσικολογία — παράμεσος — Εισόδια — ξεθωριάζω — γεωγονία — κεντράκι |
|||