Новогреческий словарь
μπόρεση
μπόρεση
η
возможность
;
δέν έχω ~ νά σέ βοηθήσω — [phrase]у меня нет возможности тебе помочь[/phrase]
;
δέν είναι τής ~ής μου — [phrase]это не в моих силах[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
возможность
? —
μπόρεση
как с
(ново)греческого
переводится слово
μπόρεση
? — возможность
#
(ново)греческий словарь
—
ευλίμενος
—
αλλαντίοσις
—
παρεώ
—
χολερόβλητος
—
αδραχτιά
—
τσέλιγγας
—
ποίκιλμα
—
μελαχρινός
—
κούνελος
—
ανέκρωτος
—
κόζι
—
αλάθητος
—
αμμοδόχη
—
πολυομβρία
—
προβατοκομία
—
χάδι
—
πρασινούλικος
—
αμάτιαχτος
—
μονοσύλλαβος
—
ασυγκατάβατος
—
δικαστικά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве