|
λόκ-αουτ τό локаут #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово локаут? — λοκάουτ как с (ново)греческого переводится слово λοκάουτ? — локаут — πιλοτικός — τήκω — σμυριδοφύλακας — βράχνα — ερκόνη — στοιχηδόν — πτυάριον — λεπτουργικός — μανδαρίνος — αγγειόπλυμα — δεκαεπταπλάσιος — αυτοκινητοβιομηχανία — βαλβίδα — ατσάκωτος — αυτενέργητος — δρυμών — μεταλλοποίηση — μουγγαμάρα — σεμνότυφος — πυρίτιο — ξαναδίνω |
|||