|
το 1) четвероногое животное; 2) перен. груб. скот, скотина (о человеке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово четвероногое животное? — τετράποδο как на (ново)греческом будет слово скот? — τετράποδο как на (ново)греческом будет слово скотина? — τετράποδο как с (ново)греческого переводится слово τετράποδο? — четвероногое животное, скот, скотина — τσιπρομεζές — δισεκατομμυριούχος — διαμετακομίζω — προβληματίζομαι — καταλλήλως — έκαστος — συγχέω — φιλάγαθος — κεραυνοβολία — ανακατεύω — αποκρέα — λουμπάγκο — θριαμβευτικά — ώχρινος — ειρηνισμός — δημοσυντήρητος — σκοτούρα — πειστικός — βενζιναντλία — ισοϋψής — ευελιξία |
|||