|
ο гладиатор (боровшийся с дикими зверями) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гладиатор? — θηριομάχος как с (ново)греческого переводится слово θηριομάχος? — гладиатор — δήλιος — γλυκοσαλιάζω — ηλιοστάλαχτος — ξύλωμα — διπλόη — βυτιοποιός — ραχοκόκαλο — ερίζω — μερονύχτι — αντιληπτικότητα — αγυιόπαιδο — ναυλαγορά — σιμιτεργάτης — δέκαθλον — εκρυθμία — δενδροβάτις — λοκαντιέρα — πανώριος — επικοινωνώ — ασχόλημα — ανείκαστος |
|||