|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ψηλολέλεκας? — — μαρκούτσι — αγροτιά — επισείων — ακρόαμα — φαινόμενο θερμοκηπίου — ακρωτηρίαση — πιθανώς — στεκάμενος — καλλίγραμμος — φοβερίζω — αναγριώνω — τάχιστα — αυτοκινητικός — αμφιβολία — επερχόμενος — ρόδο — αιματοσταγής — βρεφοκομείο — αντιμέτρηση — οστεομβελίτιδα — σκανδαλιάρικος |
|||