|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διαιρέσιμος? — — ταχυμετρικός — φατνιορραγία — αστένευτα — φιλώ — αμανδάλωτος — μουσειακός — απροξένευτος — πρόσπαππος — δεκάζω — χασμουριάρα — φρεσκοβαμμένος — επίκριμα — υποκαθίσταμαι — μύραινα — Οψίκιον — κακογαμημένος — σκιτσάρω — ρεπούμπλικα — ενδοκρινολογία — ακαδημαϊκότητα — ευδιάκριτος |
|||