διαιρέσιμος

формы словаβ
διαιρέσιμος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово διαιρέσιμος? —


ταχυμετρικόςφατνιορραγίααστένευταφιλώαμανδάλωτοςμουσειακόςαπροξένευτοςπρόσπαπποςδεκάζωχασμουριάραφρεσκοβαμμένοςεπίκριμαυποκαθίσταμαιμύραιναΟψίκιονκακογαμημένοςσκιτσάρωρεπούμπλικαενδοκρινολογίαακαδημαϊκότηταευδιάκριτος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit