|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παλιομοδίτης? — — νώμος — φωταέριο — μοιρογνωμόνιο — γεώμηλο — δεκαεννεαετία — αγιασμός — καταπάτημα — επιλέγομαι — ιταμώς — ασυσχέτιστος — διάτρημα — βραδύνους — ψυχικός — συνειρμικός — σάβουρος — ακροφιλότιμος — όριο — νομαρχία — κακοκαμωμένος — χειμωνιά — πετρόψαρο |
|||