|
το уст. рожок (для надевания обуви) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рожок? — υποδετήριον как с (ново)греческого переводится слово υποδετήριον? — рожок — ασυγκράτητος — φοιτητριούλα — επαγωγή — αεροζυγιάζομαι — ουτιδανός — ανασημαίνω — αποπροσανατολίζω — καμπυλώνω — αρθριτισμός — αλματικός — αλατόπετρα — κολαούζος — μινθέλαιον — κρασοπουλειό — κουντρίζω — θρηνώ — τσίφτικος — απαλλάττω — ανακοχλάζω — δύση — βαρύφωνος |
|||