ενήφθην

формы словаβ
ενήφθην
παθ. αόρ. от ενάπτω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ενήφθην? —


ανηλώθηνφάλκόνιασυναισθησίαοργίζομαιμαρτύρευμακακοπαθαίνωράκοςχαλκόκοτταψεγάδιασμακελλάρηςγιαγιάαποκηρύττωινάτιαλατερόπατρώνυμορακέτασοφίζομαιστραγγαλίζωξεγαριάζωνοσοκομείογόμφωμα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit