Новогреческий словарь
ενήφθην
ενήφθην
παθ. αόρ. от ενάπτω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενήφθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αφροδισιάζω
—
υποθερμία
—
εμφανίσιμος
—
μπούρσα
—
κοντυλένιος
—
κωλοβαράω
—
υπηρετομεσίτρια
—
αντήλι
—
προσανατολισμός
—
ημικυκλικά
—
δεκατόμετρο
—
ευρύστερνος
—
φαλακροκόρακας
—
ολίγωρος
—
αισθητότης
—
μεσολαβητικός
—
δή
—
κατακάθημαι
—
τετραπύρηνος
—
δίφανος
—
δεκαεπταπλάσιος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,