|
παθ. αόρ. от ενάπτω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ενήφθην? — — ανηλώθην — φάλκόνι — ασυναισθησία — οργίζομαι — μαρτύρευμα — κακοπαθαίνω — ράκος — χαλκόκοττα — ψεγάδιασμα — κελλάρης — γιαγιά — αποκηρύττω — ινάτι — αλατερό — πατρώνυμο — ρακέτα — σοφίζομαι — στραγγαλίζω — ξεγαριάζω — νοσοκομείο — γόμφωμα |
|||