|
ο полицейский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полицейский? — αστυφύλακας как с (ново)греческого переводится слово αστυφύλακας? — полицейский — παλαίστρια — οδοποιός — εφτάδυμος — χοντρόκοκκος — ωτορινικός — μούτσουνο — χαμαίζηλος — πυγμή — ατρούπωτος — φωσφορίζω — πλαταράρια — στάλθηκα — ποδηλατάδικο — εμπειρικός — αποδίωξη — μαθηματάκι — θησαυρισμός — ανεξόδευτος — στόρεσμα — στραβοκοιτάζω — συναρμολόγηση |
|||