|
никелировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово никелировать? — επινικελώνω как с (ново)греческого переводится слово επινικελώνω? — никелировать — γαλάκτωμα — μελισσόκομείο — αγγελοζωγράφιστος — ένθεν — ανατροπή — δημητριακός — αποτυχία — τρεμουλιάρικο — φουρκισμένος — δόση — αγουρέλαιο — υλοτομώ — πολυζηλεμένος — διατακτική — χρυσαλίδα — λιθοτόμος — δράση — ξεψειρίζω — πνευματίστρια — ξένοιαστος — σφοδρότητα |
|||