|
(αόρ. εξελέπτυνα, παθ. αόρ. εξελεπτύνθην) утончать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово утончать? — εκλεπτύνω как с (ново)греческого переводится слово εκλεπτύνω? — утончать — αποφαλακρώνω — ριζίδιον — γοναταριά — ξανάστροφα — ανασκοπή — γαλένα — σαυροειδή — αρχιεπισκοπείο — νευρασθενικός — βολεματίας — μιλιταριστικός — περδουκλώνω — χιλιμιντρώ — ανεξόδευτος — ηδυντικός — κωλύομαι — αξαγόραστος — απελπίζομαι — τροπωτήρα — συστένω — καλοφορεμένος |
|||