Новогреческий словарь
εκλεπτύνω
εκλεπτύνω
(αόρ. εξελέπτυνα, παθ. αόρ. εξελεπτύνθην)
утончать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
утончать
? —
εκλεπτύνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκλεπτύνω
? — утончать
#
(ново)греческий словарь
—
Κύπρος
—
αποπαίδι
—
κολυμβητήριο
—
μεγαλούργημα
—
αλληλένδετο
—
ασκομαχώ
—
γοργοποδίζω
—
δέρνω
—
μακρομικρόμετρο
—
αναβάπτιση
—
κτηνοτροφή
—
διαγουμισμένος
—
ημίφωνο
—
προπομπή
—
συνοφρυούμαι
—
διοικητικός
—
απηλογή
—
χρηματολογικός
—
διαιτητική
—
κορυφώνομαι
—
δολοπλοκώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве