εκλεπτύνω

формы словаβ
εκλεπτύνω
(αόρ. εξελέπτυνα, παθ. αόρ. εξελεπτύνθην) утончать



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово утончать? — εκλεπτύνω
как с (ново)греческого переводится слово εκλεπτύνω? — утончать


αποφαλακρώνωριζίδιονγοναταριάξανάστροφαανασκοπήγαλένασαυροειδήαρχιεπισκοπείονευρασθενικόςβολεματίαςμιλιταριστικόςπερδουκλώνωχιλιμιντρώανεξόδευτοςηδυντικόςκωλύομαιαξαγόραστοςαπελπίζομαιτροπωτήρασυστένωκαλοφορεμένος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit