|
(αόρ. ανάχανα) дышать открытым ртом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дышать открытым ртом? — ανσχαίνω как с (ново)греческого переводится слово ανσχαίνω? — дышать открытым ртом — φυσιολάτρισσα — κάμψη — σπερμικός — δηγόμαι — εσάρπα — ζωοκόμος — ελευθεροφρονώ — φανταχτός — υπερδιήθηση — τριφωφοσφορικός — αποδοχεύς — κληρονόμος — εκλογή — τυπωτής — κοντογούνι — τρελοπαντιέρα — επισταμένος — αλλήλων — αναρτήρας — ζωολόγος — Πτωχοπρόδρομος |
|||