Новогреческий словарь
κυριακάτικος
κυριακάτικ|ος
1.
воскресный
;
2. :
τά ~α — выходное платье
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
воскресный
? —
κυριακάτικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
κυριακάτικος
? — воскресный
#
(ново)греческий словарь
—
απονηρευσία
—
μεταμέρεια
—
ολόχρυσος
—
διατρανώνω
—
απόγραμμα
—
Γερμανός
—
καλοδεχούμενος
—
θήρευμα
—
όναγρος
—
λούκρα
—
νηματουργός
—
γκιουβετσάδο
—
επιλαχών
—
αριστερό
—
ζωόφιλος
—
τουλούμι
—
γαστρονομία
—
υψηλόφρων
—
προγυμναστήριο
—
κακογλωσσιά
—
Εβραίος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве