|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово απλουστευτικός? — — πολυπρόσωπος — αλιεύω — άφτερος — ραβάρβαρον — πουγγί — απορρέω — αντιπλέω — σαραβόλιασμα — ζαλίκι — χριστιανοσύνη — γούλα — νοβοκαΐνη — γρόθος — φλεγμονή — μακέλεμα — προσδιορίζω — εκβιαστής — χρησιμοποιήσιμος — εκκωφαντικός — ξαναγίνομαι — στιβαρότητα |
|||