|
чудовищный, ужасный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чудовищный? — τερατώδης как на (ново)греческом будет слово ужасный? — τερατώδης как с (ново)греческого переводится слово τερατώδης? — чудовищный, ужасный — κούδαρης — ετερομιξία — πνευματισμός — κωλογάμητος — δαχτυλογράφος — χειμωνιάτικος — τουαλέττα — φιστικάς — μεταξού — ματαιότητα — ανθρακεύομαι — κρεατώνομαι — ροδοδάφνη — μακεδονήσι — δουτιά — δημαγωγία — χιονίζω — συβαρίτης — εγνώσθην — πορνικός — ανεκδίκητος |
|||