|
η очная ставка; κατ' ~ν — в присутствии обеих сторон (о судебном разбирательстве) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово очная ставка? — αντιμωλία как с (ново)греческого переводится слово αντιμωλία? — очная ставка — σταυροφόρος — θρυλικός — άρχων — ηδονοθηρικός — ασβέστιο — κομιτατζής — σπλάχνο — χειμωνιάτικα — ερίφι — παραλογητό — γνάθος — αμμούδα — υδροσωλήνας — προαπόδειξη — αξιαγάπητος — σφακελούμαι — ράντισμα — αιμοστάτης — δυάρα — απολείπω — σάκχαροτό |
|||