Новогреческий словарь
αντιμωλία
αντιμωλία
η
очная ставка
;
κατ' ~ν — в присутствии обеих сторон (о судебном разбирательстве)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
очная ставка
? —
αντιμωλία
как с
(ново)греческого
переводится слово
αντιμωλία
? — очная ставка
#
(ново)греческий словарь
—
αϊδημητριάτικος
—
ανατάσσω
—
πολυδάκρυτος
—
πρύμα
—
μούγγρισμα
—
πεντάκλιτος
—
παράβαση
—
κατιφένιος
—
δυσανασχετώ
—
τώρα
—
απαιδος
—
Ιταλιάνος
—
αυταδέλφη
—
γράδο
—
γλωσσαράς
—
διηθουμαι
—
ποντικοφαγωμένος
—
τουρκόφωνος
—
Μαυρογένους
—
παρότρυνση
—
κλεψιτυπία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,