|
η анат. долихоцефалия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово долихоцефалия? — δολιχοκρανία как с (ново)греческого переводится слово δολιχοκρανία? — долихоцефалия — βρακοφόρος — γκλάμουρ — κεφαλοκόλωνο — εξορκίζω — τουρκόγυφτσα — ξέχειλος — περιπόδιον — υποτροπίαση — νιόπαντρος — οινοπαραγωγός — μπαλκόνι — σταλάσσω — πάγουρος — ακοστάρισμα — κλινάμαξα — σαρξ — ευδίαιοι — παρείσδυση — απογέμιση — αναβλάστημα — χώνομαι |
|||