|
доходить, достигать до... ; τά χρέη μου ~νται εις... — [phrase]мой долги доходят до...[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово доходить? — συμποσούμαι как на (ново)греческом будет слово достигать? — συμποσούμαι как с (ново)греческого переводится слово συμποσούμαι? — доходить, достигать — γλυκομηλιά — φαρυγγοσκόπιο — στερφεύω — κιναιδισμός — επεκτατικός — αριστουργηματικός — ζερβοκουτάλας — ανθοφορία — γραμματοφύλακας — ραφινέ — ινδιάνικα — εμμηνορρυσιακός — αντιβαλλόμενον — άγενος — δυναμίτιδα — φιλομάθεια — στραβίζω — διαφράσσω — αιμάσσων — συνορίτισσα — αποξηραμένος |
|||