|
райский, прекрасный; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово райский? — παραδεισιακός как на (ново)греческом будет слово прекрасный? — παραδεισιακός как с (ново)греческого переводится слово παραδεισιακός? — райский, прекрасный — κοινωνικοποίηση — τυφλός — περιτομή — ζωνάρι — ορνιθοκομικός — υποτομέας — εκφραστικότητα — αγγειοπληθής — ξαναφκιάνω — αυθαίρετα — εθιμικός — οργανέτο — προχειρολογώ — απερίγραφτος — ξαναρχιζω — αποθηκευτικά — ετερο- — πλατυκέρατος — άτακτος — άρα — τοιχόστρωση |
|||