|
1. трёхмачтовый; 2. (τό) трёхмачтовое судно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово трёхмачтовый? — τρικάταρτος как на (ново)греческом будет слово трёхмачтовое судно? — τρικάταρτος как с (ново)греческого переводится слово τρικάταρτος? — трёхмачтовый, трёхмачтовое судно — αλαφρόκαρδος — πισωγυρίζω — ασπούδαχτος — εκβοτρυωτής — ανθοκομείο — ριμαδόρος — υποκτηνίατρος — τζαναμπέτα — νωθρός — ανοσοποιώ — υπερβέβαιος — γερά — κεραμιδοκόμματο — ευκολονόητος — ερωτολογία — καταφάνερος — υδρολύω — αφρισμένος — νταγιάντισμα — πάρσιμο — προβλάστη |
|||