Новогреческий словарь
βροχήσιος
βροχήσι|ος
1)
дождевой
;
2)
дождливый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дождевой
? —
βροχήσιος
как на
(ново)греческом
будет слово
дождливый
? —
βροχήσιος
как с
(ново)греческого
переводится слово
βροχήσιος
? — дождевой, дождливый
#
(ново)греческий словарь
—
σκίαση
—
ξεφορμάρω
—
πολυφασικός
—
στιβάλι
—
αναρροφητικά
—
εισπράκτορας
—
αναλώτρια
—
τελετουργικός
—
μεταλλάκτης
—
σαπουνόσκονη
—
δριμόχολο
—
βρισκούμενο
—
αβραμηλιά
—
τριχοφυία
—
αυτογαμία
—
ζουφαίνω
—
γελαντζή-ντολμάς
—
όδευμα
—
δαγκαματιά
—
ζωφόρος
—
υπερευαισθησία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве