|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τελετουργικός? — — ανθρακικός — φαινομενικότητα — δυσκοινώνητος — τροχήλατο — διεύρυνση — αβανγκαρντιστής — αναριπώ — σκιερός — βουκολικά — αλλαή — μιάμιση — ενναετ- — τοκοφόρος — υδρόρνις — έμεση — βιβλιοθήκη — ευθύβολος — στόρι — βοσκίζω — πικάντικος — ηλιοτροπία |
|||