|
το 1) ящик (выдвижной); ~ τού γραφείου — ящик письменного стола; 2) нож #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ящик? — σουρτάρι как на (ново)греческом будет слово нож? — σουρτάρι как с (ново)греческого переводится слово σουρτάρι? — ящик, нож — ακράτεια — αδιαβατικός — μπενζίνα — ματεριαλισμός — εξερεθιστικός — λήγοντας — κονδολομάχαιρο — ανάσχολος — μουνοπλημμύρα — υπνοβασία — ακτινομετρία — ψηλά — αρθροπάθεια — σιδηροκατασκευή — ενδελεχώς — άγευστος — παραγράφομαι — ατύπωτος — υγροποιήσιμος — παντοειδής — πατρότητα |
|||