|
(αόρ. ανακήρυξα) провозглашать, объявлять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово провозглашать? — ανακηρύσσω как на (ново)греческом будет слово объявлять? — ανακηρύσσω как с (ново)греческого переводится слово ανακηρύσσω? — провозглашать, объявлять — υπερτονωτικός — αναστρέψιμος — υπερσιτισμός — ζήτης — γκάιντα — συνοσφαλίστρια — κομψοτεχνία — φαυλοκράτης — Άγγλος — ασχόλαστος — αμίσθωτος — εφαρμοστέος — οιστρογόνο — έπαυλη — βασιλιάς — ρομβικός — περιπλέω — ξεκαβαλικεύω — εξετάφην — ακολασία — αυτοβιογράφος |
|||