|
сшивать, зашивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сшивать? — διαρράπτω как на (ново)греческом будет слово зашивать? — διαρράπτω как с (ново)греческого переводится слово διαρράπτω? — сшивать, зашивать — αποθηκούλα — μοναχικός — κολλημένος — ειμή — ανεμίζω — μπουρτζόβλαχος — ρίκνωση — διαγελω — θωρακοπλαστική — κοσμήτρια — προλειαίνω — ανιχνεύτρια — συνθετικό — μεφιτικός — γεννητικός — ανεπίχριστος — συμφύρομαι — χαλάστηκα — προέλαση — καταλογιστόν — απολιπαίνω |
|||