|
το экстензометр (прибор) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово экстензометр? — εκτασίμετρον как с (ново)греческого переводится слово εκτασίμετρον? — экстензометр — ξεκάθαρα — παρεστώς — ενβεκάγωνον — αξεπούλητος — αχρεώστητον — ανόθευτος — εγγάστρωμα — τρίαρχος — άτοπο — λώβη — πυκνοφυτεμένος — βαροπούλι — σκοτεινός — παρέρχομαι — απογδύμι — άζωνος — μικροχημεία — αγουρογίνομαι — χιλιμιντρίζω — υπαιτιότητα — κανακεύω |
|||