|
одноконный (об экипаже и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одноконный? — μόνιππος как с (ново)греческого переводится слово μόνιππος? — одноконный — μόρα — εμβολισμός — δριμύτητα — αχηβάδα — κρεμώ — σύμφωνο — αλουπήσιος — αριδιάζω — φροντιστήριο — στειράδι — αναδανεισμός — καταπόντιση — σχωρεμένος — νευραλγία — ασκληπιάδης — αργοροκόλλητος — αποχαλινώνομαι — προωστικός — κόλαση — γνεφολογάω — κατάκριση |
|||