|
психомоторный, психокинетический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово психомоторный? — ψυχοκινητικός как на (ново)греческом будет слово психокинетический? — ψυχοκινητικός как с (ново)греческого переводится слово ψυχοκινητικός? — психомоторный, психокинетический — ρεζίλεμα — αποδίδουσα — λυκόσκυλο — απορροφητικός — ενύδρωση — δωδεκάρι — καινοθηρία — συνεργατισμός — εξανδραπόδιση — παραμέληση — εξωκυττάριος — δεκάμηνος — ταραντέλλα — σταθερεύω — έρμα — φωτοηλιογραφία — απτέρωτος — ισότητα — αμφιγνώμων — μπάστρα — στερέωση |
|||