|
το физ. ом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ом? — ώμ как с (ново)греческого переводится слово ώμ? — ом — αντισφαιρίστρια — μελιτόφιλος — τηλεκινηματογραφία — αλατίζω — παίχτρα — κουρελιάρισσα — αδωροδόκητος — γυρτός — καράφα — σπετσαρία — παρανόηση — ερωτιάρικος — μικρόμυαλος — ανταρεύω — γρανίτινος — συντυχία — παλιόχαρτο — καλομοίρης — ευνομία — τουρκοπούλα — μισοφόρι |
|||