|
το 1) свеча; 2) воск #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово свеча? — αγιοκέρι как на (ново)греческом будет слово воск? — αγιοκέρι как с (ново)греческого переводится слово αγιοκέρι? — свеча, воск — διαθέρμανση — σιντέφι — ψυχίτζα — αντεραστής — συνασφαλίζομαι — βιβλιοκάπηλος — λαοσωτήριος — κακοκοιμάμαι — εκρηκτικότητα — Ασπροσουσουράδα — λοιμικό — γλεντοβολώ — συγκληροδόχος — κεφαλαιοκρατισμός — μετεωρολογικός — κουρευτής — μηδενιστής — ασκοθύλακας — αγγελόκρουσμα — λόχιος — απόγι |
|||