|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πτωτικά? — — γεννητορικός — τρομπλόν — αντεγκαλώ — φαρυγγοσκόπιο — τρίμετρος — ματοκυλισμένος — αμαξοδρομία — ερωτευμένος — ποθητός — βεντούζα — μακροχρονίζω — αποσυντίθεμαι — βαμβακόπιτα — ανθεμίς — αυτοσχεδίασμα — κισσόφυλλο — συνιστώμαι — πλημμυροπαθής — αποστερούμαι — επέλαση — δείξις |
|||