Новогреческий словарь
φαφλατάδικος
φαφλατάδικ|ος
ο
болтливый, невоздержанный на язык
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
болтливый
? —
φαφλατάδικος
как на
(ново)греческом
будет слово
невоздержанный на язык
? —
φαφλατάδικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
φαφλατάδικος
? — болтливый, невоздержанный на язык
#
(ново)греческий словарь
—
μπροστά
—
ηλάγρα
—
αποσογκεντρώνω
—
ασύμπονος
—
άτλας
—
αποθαμένος
—
αγαμία
—
πρόσφωλο
—
αντιβεντετικός
—
παράθεση
—
δορυφορώ
—
γουρουνόψαρο
—
σπληνεκτομίο
—
μισόφωτο
—
παλιοτόμαρο
—
αμαυρά
—
παραπλωτήρ
—
αρχαιολατρία
—
μετριοπαθώς
—
ορυκτό
—
πυροσβεστήρας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,