|
(αόρ. διέλαβον, παθ. αόρ. διελήφθην) содержать, заключать в себе #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово содержать? — διαλαμβάνω как на (ново)греческом будет слово заключать в себе? — διαλαμβάνω как с (ново)греческого переводится слово διαλαμβάνω? — содержать, заключать в себе — σφήγκα — εύφλεκτος — εκφραστικός — απονίπτω — βενετσιάνικα — ψειρίζω — φάμπρικα — πολυτίμως — συγκεχυμένος — αναξιοπαθής — κανόνας — ερίτιμος — ελαιόμυλος — υπόγλυκος — ανδρόπαυση — σανιδόσκαλα — λιβελλογράφος — κουφός — λιφαιμία — ραμί — πισωδρομώ |
|||