|
1) завещательный; 2) завещанный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово завещательный? — διαθηκικός как на (ново)греческом будет слово завещанный? — διαθηκικός как с (ново)греческого переводится слово διαθηκικός? — завещательный, завещанный — αεροστεγής — αντικρένω — αργολόημα — ξεμωραίνομαι — χρηματοδότηση — φιλειρηνιστής — βασάνισμός — εξωταξικός — ξαφνίζω — ντουφέκισμα — καστανέων — εκχωρητήριον — αναποσφράγιστος — αργυρόχωμα — αλυσίδωση — άμοιρος — εύσημο — Ναΐτης — υψωμός — ξεσχολίζω — νεκροθάφτης |
|||