|
относящийся к заливу; ~ον ρεύμα — Гольфстрим #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово относящийся к заливу? — κόλπιος как с (ново)греческого переводится слово κόλπιος? — относящийся к заливу — πορδοκλανείο — ενεχυριαστής — αδολεσχία — πλαταγή — σακχαροφόρος — αγριόσκυλο — πεντηκοστός — μπιζέλι — πληθωριστικός — ξυστήρ — δαχτυλοβρεχτήρας — ανθοκαλλιέργεια — ήσυχος — Αποσπερίτης — αγγελοκρίτης — χαντζάρα — αντικλίνω — πισσωτής — ρεμβός — φυματίαση — βαφιάς |
|||