|
ο лесоруб, дровосек #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лесоруб? — δενδροτόμος как на (ново)греческом будет слово дровосек? — δενδροτόμος как с (ново)греческого переводится слово δενδροτόμος? — лесоруб, дровосек — μασουλίζω — διασπαστικός — παραδοξολόγημα — θαμπός — σύγκαμα — αναρριπίζω — κάτουρλο — σκιαζούρα — εκθλνπτικός — μελιά — κοπροσκυλιάζω — ελεφαντάκι — σκυθρώπιασμα — καταπώς — κήρυκας — αμεταφόρτωτος — κανάλι — αναγκαστικότητα — ανακόλλι — κατάβραχα — γιδοκοπόπι |
|||