|
авантюристический; ~ή επιχείρηση — афера #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово авантюристический? — τυχοδιωκτικός как с (ново)греческого переводится слово τυχοδιωκτικός? — авантюристический — εκκεντρικότητα — υπομονεύω — ανάχωση — πυριτιοκαλίωση — υδρολογικός — μορεών — συζυγία — εποικώ — λάμπος — νεοαρκτικός — καμπυλοειδής — απρόσεκτα — φοινικόπτερος — καταθλίβω — δικρανίζω — λυράρης — μπογαλάκι — μαρτυριάρα — κοράλινος — Αμερικάνος — πονάκι |
|||