|
τα 1) бинокль; 2) уст. очки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бинокль? — δίοπτρα как на (ново)греческом будет слово очки? — δίοπτρα как с (ново)греческого переводится слово δίοπτρα? — бинокль, очки — ξυλολατρεία — κάθαρση — διερευνώ — δηλωτός — υγρόφιλος — στραβο- — γαλατομπούρικο — αφελκύω — μυστρί — φακελοποείο — χοντροαλεσμένος — υποδιευθυντής — κυτίον — ανεπιθύμητος — σύμβαση — δυσυπέρβλητος — σταχτοκουλούρα — εχθρικός — δώθενε — υψικάμινος — αλαλαγή |
|||